Πέμπτη 8 Μαρτίου 2012

Το βιβλίο Τι είναι η πατρίδα μας και η Ελληνική γλώσσα.


Το βιβλίο “τι είναι η πατρίδα μας” έχει έμμεση αλλά σημαντική σχέση με την μυθολογία περί της γλώσσας. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω τι εννοώ.
Αρχικά για όποιον δεν το ξέρει, το βιβλίο αυτό παρουσιάζει με εύληπτο τρόπο μια διεπιστημονική πειραματική έρευνα και μελέτη σχετικά με την ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης στα πλαίσια κυρίως του εκπαιδευτικού συστήματος. Την έρευνα έκαναν τέσσερις πανεπιστημιακοί καθηγητές και τρεις λέκτορες μα την συμπαράσταση μερικών ακόμα πανεπιστημιακών. Στην έρευνα συμμετείχε και η κ. Δραγώνα, και για τα γραφόμενά της ξεκίνησε με αφορμή μια σαφέστατα παραποιημένη δημοσίευση των γραπτών της μια εκστρατεία εναντίων της που κατέληξε με την εκπαραθύρωση της. Το ότι στηρίχθηκε σε παραποιημένα στοιχεία η όλη επίθεση και ότι το σύλολο των κριτικών του βιβλίου έγινε από ανθρώπους που δεν το είχαν διαβάσει ούτε είχαν τα ελάχιστα τυπικά προσόντα συγκριτικά με τους συγγραφείς του, μάλλον ήταν ψιλά γράμματα για το λαϊκό αίσθημα. Συμπτωματικά το διάβασα μέσες άκρες, γιατί πάντα υποψιάζομαι τους φανατικούς. Καμιά σχέση με τα γραφόμενα. Το συνιστώ ανεπιφύλακτα σε όποιον έχει όρεξη για ένα σοβαρό ανάγνωσμα πάνω στο θέμα.

Η έννοια του έθνους, δομείται πάνω σε κάποιες βάσεις. Οι κακώς εννοούμενη εθνικιστική ιδεολογία, η ναζιστική και ρατσιστική γενικότερα ιδεολογία, σαν βάση θέτει την φυλετική διαχρονική ομοιογένεια. Αυτή διανθίζεται με την θεώρηση του έθνους σαν μιας στατικής διαχρονικής οντότητας. Αντιμετωπίζει όλους τους “άλλους” σαν εχθρούς ή έστω εν δυνάμει εχθρούς και φυσικά αρνείται σθεναρά την υπόθεση ότι μετανάστες ή μειονότητες μπορεί να αποκτήσουν κάποια μορφή Ελληνικής εθνικής συνείδησης αν μιλάμε για την Ελλάδα. Σε μια τέτοια ιδεολογία η στροφή στο ένδοξο παρελθόν και η παραγωγή μυθευμάτων είναι φυσική, μια και την αρχαιοφιλία και γνώση της διαδρομής δημιουργίας του έθνους έχει αντικαταστήσει η αρχαιολαγνεία. Εδώ λοιπόν βρίσκουν πρόσφορο έδαφος κάθε λογής απίθανες μυθολογίες για την καταγωγή των Ελλήνων και το εθνικό διαχρονικό αμετάτροπον της φυλής. Από την στιγμή που η γλώσσα αποτελεί βασικό στοιχείο του έθνους (και αυτό εν μέρη είναι ορθό), η γλώσσα περιβάλλεται με μύθους που την παρουσιάζουν ανώτερη, διαχρονική, αυθύπαρκτη και άλλα ανέκδοτα. Θα μπορούσε κανείς με μια στάλα μυαλό να περιορίσει την αρχαιοφιλία του, στην εκτίμηση των πνευματικών επιτευγμάτων της αρχαιότητας, που στο κάτω κάτω, έχουν και μια παγκόσμια αναγνώριση και βαρύτητα. Όμως δεν μιλάμε για αρχαιόφιλους αλλά για αρχαιολάγνους. Και σε αυτό το υπόστρωμα ευδοκιμεί το Λερναίο κείμενο.

Η βλακεία της όλης αρχαιολαγνείας ως προς την γλώσσα φτάνει στην απόρριψη της ινδοευρωπαϊκής θεωρίας, που κάθε φιλέλληνας και λάτρης της γλώσσας μας, θα έπρεπε να νιώθει ότι τονίζει τον εθνικό του εγωισμό. Όμως η ινδοευρωπαϊκή έρχεται σε αντίθεση με τις φυλετικές φαντασιώσεις και την ασυνείδητη ελπίδα ότι διαθέτουμε ένα ξεχωριστό dna.
Εδώ να σημειώσουμε ένα ακόμα χαρακτηριστικό της αρχαιολαγνείας, η στροφή προς το ένδοξο παρελθόν και η αγνόησή του ενδεχομένως ικανού παρόντος, στον τομέα της γλώσσας, δεν μένει στην ινδοευρωπαϊκή απόρριψη, την ξεπερνά και φτάνει στο απίστευτο σημείο, να υποτιμάται ακόμα και η νέα Ελληνική, σαν φθαρμένη, υποδεέστερη, παραποιημένη, απλοποιημένη, ανακριβής, δανειοδοτημένη, και ότι άλλη βλακεία μπορεί κανείς να φανταστεί, με κερασάκι στην τούρτα την κατακραυγή για την επιλογή του μονοτονικού. Κάπου κατανοώ τον αφελή που υπερασπίζεται την ανωτερότητα της Ελληνικής έναντι των ξένων, λόγο του εκτενούς δανεισμού που έχει προσφέρει σε άλλες γλώσσες, όσο και να ξέρω ότι έχει λάθος. Αλλά αυτόν που φαντάζεται ότι και η νέα Ελληνική είναι λειψή, δυσκολεύομαι να τον κατανοήσω. Στο σημείο αυτό έρχεται η συγκεκριμένη έρευνα να μου δώσει βοήθεια, επισημαίνοντας ότι η εκπαίδευση μας, έχει προικίσει με ένα αίσθημα κατωτερότητας και απαξίωσης για αυτό που είμαστε τώρα, συγκριτικά με τους Ευρωπαίους που υπερέχουν σε τεχνολογία και χρήμα, και τους αρχαίους ημών προγόνους που ήταν υπεράνθρωποι το λιγότερο.

Όλο αυτό το εθνικιστικό παραλήρημα έρχεται σε αντίθεση με το γεγονός ότι η επιστήμη θεωρεί το έθνος, πολιτισμικό γεγονός, χωρίς φυλετικά χαρακτηριστικά, μεταβαλλόμενο και εντοπισμένο χρονικά σε κάθε περίοδο, έστω και αν οι ρίζες του χάνονται στον χρόνο. Η εθνική συνείδηση θεωρεί ότι μπορεί και πρέπει να παράγεται κυρίως από τα συλλογικά στοιχεία που μοιράζεται η εθνική ομάδα, και αντιμετωπίζει την ομάδα σαν εν δυνάμει ανοιχτή, ήτοι ότι άτομα άλλης εθνικής συνείδησης ή καταγωγής μπορούν να εισέλθουν εντός της και να αποκτήσουν κάποτε (Ελληνική) εθνική συνείδηση.
Το βιβλίο αυτό εξετάζει κατά πόσο στην εκπαίδευση, που είναι βασικός παραγωγός της εθνικής συνείδησης, η εθνική συνείδηση αναπτύσσεται στην βάση της φυλετικής διάκρισης, της υποθετικής αμετάβλητης οντότητας, της επιθετικής προς τον “άλλο” σχέσης και απαγορεύει την ανάπτυξη μιας ποιο λειτουργικής ολοκληρωμένης εθνικής συνείδησης, με σεβασμό στο παρελθόν, με εκτίμηση στο παρόν και αντικειμενική ματιά στις υπάρχουσες σχέσεις, που θα επιτρέπει την ενσωμάτωση μειονοτικών και μεταναστών, αν όχι στον εθνικό κορμό, τουλάχιστον σε ένα σύνολο που διαθέτει συνείδηση πολίτη Ελλάδος. Φυσικά σε αυτό αντιδρούν σύμπαντες οι κακώς εννοούμενοι εθνικόφρονες και όσοι έχουν γαλουχηθεί με ένα εθνικιστικό μύθο, και δεν είχαν την ευκαιρία ή την διάθεση να τον αμφισβητήσουν.

Οπότε παρόλο που ο στόχος του βιβλίου είναι φανερά η ανάπτυξη της Ελληνικής εθνικής συνείδησης, έχοντας σαν γνώμονα μια στρεβλή εικόνα για το έθνος, επιτίθενται και προβοκάρουν το βιβλίο και κυρίως κάθε προσπάθεια βελτίωσης ή έστω επανεκτίμησης της υπάρχουσας κατάστασης. Ως προς το βιβλίο ειδικά φτάνοντας να υιοθετούν την προβοκατόρικη παραποίηση των γραμμένων. Ως προς την γλώσσα, το Λερναίο κείμενο βγάζει κάθε τόσο νέα κεφάλια...
Ελπίζω ότι οι περισσότεροι που συμμετέχουν σε αυτές τις στρεβλώσεις της έννοιας του έθνους λειτουργούν ασυνείδητα. Πάντως βλέποντας ότι ορισμένοι πολιτικοί χώροι υιοθετούν με υπερβολική ευκολία σχετικές απόψεις, είτε σχετίζονται με αυτές προσφέροντας κάποια μορφή υποστήριξης, νομίζω ότι αντιμετωπίζουν δικαιολογημένα επικρίσεις για ένα κακώς εννοούμενο εθνικισμό, που τελικά βλάπτει την πατρίδα μας παρά την βοηθά.